οὐδέποτε

οὐδέποτε
οὐδέποτε adv. (Hom.+; Epict.; SIG 800, 29 οὐδέποτε μὴ λειφθῇ; PHib 78, 5 [244/243 B.C.]; POxy 1062, 11 [II A.D.]; LXX; pseudepigr.; Philo, Op. M. 12; Joseph., Just.) an indefinte negated point of time, never, w. pres. (Just., D. 121, 2) 1 Cor 13:8 (the topic and temporal aspect cp. Maximus Tyr. 14, 6e φιλία χρόνῳ αὔξεται=friendship matures over time); Hb 10:1, 11. W. a past tense (Diod S 14, 6, 1; Appian, Bell. Civ. 2, 139 §578; Jos., Bell. 5, 399, Ant. 13, 311) Mt 7:23; 9:33; Mk 2:12; Lk 15:29ab; J 7:46; Ac 10:14; 11:8; 14:8; IRo 3:1; Hm 3:3f; Hs 8, 10, 3; D 16:4. W. fut. Mt 26:33; Hm 4, 1, 1.—In questions: οὐδέποτε ἀνέγνωτε …; have you never read … ? Mt 21:16, 42; Mk 2:25.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οὐδέποτε — and not ever indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδέποτε — (ΑΜ οὐδέποτε, Α ιων. τ. οὐδέκοτε δωρ. τ. οὐδέποκα και, στον Όμ., οὐδέ ποτε) επίρρ. ούτε μια φορά, ποτέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ποτέ (πρβλ. μηδέ ποτε)] …   Dictionary of Greek

  • κοὐδέποθ' — οὐδέποτε , οὐδέποτε and not ever indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐδέποτ' — οὐδέποτε , οὐδέποτε and not ever indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὐδέποτε — οὐδέποτε , οὐδέποτε and not ever indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδέποθ' — οὐδέποτε , οὐδέποτε and not ever indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδέποτ' — οὐδέποτε , οὐδέποτε and not ever indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδέκοτε — οὐδέποτε and not ever ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”